- εὔσοος
- εὔσοος, ον,A safe and well, happy,
εὔσοα τέκνα Theoc.24.8
: [full] εὔσως, Bato 5.10 is corrupt; cf. εὔσους· ὁ διευτυχῶν, καὶ ἥρως ἐγχώριος, καὶ εὐκίνητος, εὔφορος (cf. σεύω), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὔσοα τέκνα Theoc.24.8
: [full] εὔσως, Bato 5.10 is corrupt; cf. εὔσους· ὁ διευτυχῶν, καὶ ἥρως ἐγχώριος, καὶ εὐκίνητος, εὔφορος (cf. σεύω), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύσοος — εὔσοος, ον (Α) βλ. εύσους … Dictionary of Greek
εὔσοα — εὔσοος safe and well neut nom/voc/acc pl εὔσους neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσοοι — εὔσοος safe and well masc/fem nom/voc pl εὔσους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύσους — εὔσους, ουν και εὔσοος, ον (Α) ασφαλής, ευτυχισμένος («εὔσοα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σους (< σοος < σώος), πρβλ. λαο σόος, πολι σόος] … Dictionary of Greek
εύσως — εὔσως, ων (Α) ο εύσοος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σως (< σόος, ιων. τ. τού σώος] … Dictionary of Greek